
Η χρήση φυτοφαρμάκων κατά την καλλιέργεια τροφίμων, ιδιαίτερα φρούτων και λαχανικών, αποτελεί πάγια πρακτική των παραγωγών προκειμένου να διατηρήσουν ή ακόμη και να αυξήσουν την παραγωγή τους. Η ευρεία, ωστόσο, αυτή χρήση των φυτοφαρμάκων ελοχεύει πλήθος κινδύνων για την υγεία του τελικού καταναλωτή και δημιουργεί ως εκ τούτου ερωτήματα αναφορικά με το ακριβές νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την επιτρεπόμενη χρήση φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα που προορίζονται για κατανάλωση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το πρώτο σημαντικό και ιδιαίτερο καινοτόμο βήμα πραγματοποιήθηκε με την ψήφιση και υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 396/2005, με τον οποίο θεσπίσθηκαν για πρώτη φορά εναρμονισμένα ανώτατα όρια υπολειμμάτων (ΑΟΥ) φυτοφαρμάκων που επιτρέπεται να υπάρχουν σε προϊόντα ζωικής ή φυτικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή για ζωοτροφές. Η καινοτομία του Κανονισμού έγκειτο ακριβώς στο γεγονός ότι με αυτόν θεσπίσθηκαν εναρμονισμένοι κανόνες για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ βάζοντας έτσι τέλος, στην γενικότερη σύγχυση που επικρατούσε καθώς μέχρι την υιοθέτηση του Κανονισμού το 2005, ίσχυαν σε κάθε κράτος μέλος διαφορετικοί εθνικοί πίνακες με διαφορετικά επιτρεπόμενα ανώτατα όρια υπολειμμάτων για το ίδιο φυτοφάρμακο, γεγονός που δημιουργούσε ερωτήματα και προκαλούσε σύγχυση σε καταναλωτές, αγρότες και εμπόρους.
Τι εννοείται όμως με τον όρο ανώτατο όριο υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων;
Το ανώτατο όριο υπολειμμάτων είναι το μέγιστο δυνατό όριο υπολείμματος φυτοφαρμάκου που είναι νομικά ανεκτό στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Η θέσπιση των ορίων αυτών αναδεικνύεται ως απολύτως απαραίτητη καθώς οι καταναλωτές τροφίμων εκτίθενται σε φυτοφάρμακα λόγω του ότι μικρές ποσότητες αυτών παραμένουν στην συγκομιδή ως υπολείμματα. Οι ποσότητες δε αυτές πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο χαμηλές και να αντιστοιχούν στην χαμηλότερη ποσότητα φυτοφαρμάκου που χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος παραγωγής.
Σήμερα, μέσω του Ευρωπαϊκού Κανονισμού, ο οποίος περιλαμβάνει με νεότερες ρυθμίσεις ολοένα και περισσότερα φυτοφάρμακα, η ασφάλεια των καταναλωτών διασφαλίζεται σε ικανοποιητικό πλέον επίπεδο. Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων, όπως αυτή έχει οριστεί με βάση τον αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Κανονισμό, είναι αρμόδια να αξιολογεί μεταξύ άλλων και τα ανώτατα όρια φυτοφαρμάκων που αναμένονται στα τρόφιμα.
Είναι πρόδηλο επομένως με βάση τα παραπάνω, ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης με τα ισχύοντα σημερινά ανώτατα όρια υπολειμμάτων, τα οποία είναι μάλιστα δημοσίως προσβάσιμα στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεσμεύει όλους τους αγρότες, εισαγωγείς και εμπόρους τροφίμων οι οποίοι οφείλουν να τηρούν την υφιστάμενη ευρωπαϊκή νομοθεσία, την εφαρμογή της οποίας οφείλει επίσης να διασφαλίζει κάθε κράτος- μέλος μέσω συχνών ελέγχων εκ μέρους των αρχών του.
Νέα ερωτήματα γεννά, ωστόσο, η επικείμενη συμφωνία εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, η οποία βρίσκεται ακόμη στο στάδιο συζητήσεων, αναφορικά με τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει στο υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς σε σχέση με τα ανώτατα όρια υπολειμμάτων καθώς επίσης και την δυνατότητα καλλιέργειας γενετικά τροποποιημένων τροφών. Ο προβληματισμός μάλιστα αυτός είναι εύλογος καθώς τα επιτρεπόμενα ανώτατα όρια υπολειμμάτων που ισχύουν στις ΗΠΑ είναι σε πολλές περιπτώσεις εμφανώς ελαστικότερα από τα ισχύοντα στην ΕΕ, η οποία έχει απαγορεύσει πάνω από 80 εντομοκτόνα και τοξικα χημικά τα οποία εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου δημιουργούνται έντονες ανησυχίες αναφορικά με την πιθανότητα κυκλοφορίας προϊόντων τα οποία απαγορεύονται σήμερα στην Ευρώπη, μεταξύ αυτών και τα γενετικά τροποποιημένα όπως είναι για παράδειγμα το γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι στα δημητριακά.
Οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες καλλιεργούνται κυρίως στην Αμερική και στην Ασία, με εξαίρεση την ποικιλία καλαμποκιού MON810 της Monsanto η οποία είναι η μόνη που καλλιεργείται στην Ευρώπη και για την οποία υπάρχει έντονη αντίδραση από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Tο αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο της Ευρώπης σχετικά με την δυνατότητα καλλιέργειας γενετικά τροποποιημένων τροφίμων δεν φαίνεται να συμπλέει ωστόσο με τις ανάγκες της βιοτεχνολογικής βιομηχανίας αλλά και την πολιτική που ακολουθούν στο ζήτημα αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που πυροδοτεί τις ανησυχίες αναφορικά με την είσοδο γενετικά τροποποιημένων τροφών και στην Ευρώπη, ενόψει της προαναφερθείσας επικείμενης συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής.
Σχόλιο του γραφείου μας:
Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με τα επιτρεπόμενα ανώτατα όρια υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων σε τρόφιμα συμβάλλει αποτελεσματικά στην προστασία της υγείας των καταναλωτών και ως εκ τούτου η συμμόρφωση όλων των αγροτών, εμπόρων και εισαγωγέων προς τα ισχύοντα ανώτατα όρια αναδεικνύεται ως απολύτως απαραίτητη. Οι τελευταίοι οφείλουν να δρουν σεβόμενοι τις επιταγές του νόμου, μην παραλείποντας να αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές οποιαδήποτε παράτυπη ενέργεια την οποία τυχόν εντοπίσουν, όπως για παράδειγμα η χρήση ή/και κυκλοφορία παράνομων φυτοφαρμάκων τα οποία δεν έχουν ελεγχθεί και δύνανται να εμφανίσουν υπολείμματα μέχρι και 3 φορές πάνω από το επιτρεπόμενο όριο.
Η αναμενόμενη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής πρόκειται να εισάγει νέα δεδομένα στο μέχρι σήμερα υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα επιτρεπόμενα υπολείμματα φυτοφαρμάκων αλλά και σε ό,τι ισχύει μέχρι σήμερα σχετικά με τις γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες. Με δεδομένη ωστόσο την ανάγκη προστασίας του συμφέροντος του καταναλωτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμφανίζεται μέχρι στιγμής μάλλον αρνητική στην υιοθέτηση νέων, ελαστικότερων των υφιστάμενων, νομικών κανόνων σε σχέση με τις γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες αλλά ιδίως σε σχέση με τα επιτρεπόμενα ανώτατα όρια υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στις τροφές.